- διαδότης
- ο1) воен, каптенармус; 2) см. διαδοσίας
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαδότης — ο (Α διαδότης) νεοελλ. ο διαδοσίας αρχ. υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
давьць — ДАВЬЦ|Ь (17), А с. Дарователь, дающий: тиха бо давьцѩ любить б҃ъ. Изб 1076, 219; диѡнисъ же б҃ъ именовашесѩ въ елинехъ. ѹчитель пь˫аньствɤ и винѹ давець. КР 1284, 156г; Прмдр(с)ти наставниче и смыслу давче. несмыслены(м) казателю. и нищи(м)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διαδότω — διαδίδωμι pass on aor imperat act 3rd sg διαδότης distributor masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)